- μακαρονίζω
- αμετ. лит. употреблять макаронизмы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακαρονίζω — χρησιμοποιώ μακαρονισμούς στον λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι (βλ. μακαρονικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
μακαρονιστής — ο (για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί μακαρονισμούς στον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονίζω. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. μακαρονισταί, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
μακαρονιστί — επίρρ. με μακαρονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονίζω (πρβλ. μακαρόνισα) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. λυδισ τί). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή. Βλ. και μακαρονικός] … Dictionary of Greek